- θρισσίον
- θρισσ-ίον, τό, Dim. of θρίσσα, POxy.1923.9 (v/vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρισσίον — θρισσίον, τὸ (Α) μικρή θρίσσα, φρισσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θρίσσα*] … Dictionary of Greek